δαχτυλιδένιος

δαχτυλιδένιος
-ια, -ιο
1. όποιος έχει το σχήμα δαχτυλιδιού
2. (για πετράδια) κατάλληλος να στολίσει δαχτυλίδι
3. φρ. «δαχτυλιδένια μέση» — τόσο λεπτή και κομψή σαν να μπορούσε να χωρέσει σε δαχτυλίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαχτυλιδένιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει σχήμα δαχτυλιδιού ή είναι τόσο λεπτός που χωράει σε δαχτυλίδι, ο κομψός: Έχει δαχτυλιδένια μέση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλιδένιος, -ια, -ιο — βλ. δαχτυλιδένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”